- κρέμυς
- κρέμυς, υος, ἡ, ein Fisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρέμυς — κρέμυς, υος, ἡ (Α) βλ. χρέμυς … Dictionary of Greek
χρέμυς — και κρέμυς, υος, και χρεμύς, ύος, ὁ, Α 1. θαλασσινό ψάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὀνίσκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χρεμ τής απαθούς βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* και αποτελεί είτε αρχ. παρ. με κατάλ. υς είτε νεώτερο… … Dictionary of Greek